- σκάγι
- [скати] ουσ. о. дробь
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σκάγι — σκάγι, το και σκάι, το (λ. ιταλ.), σφαιρίδιο από μολύβι: Αγόρασε σκάγια καιμπαρούτη για να γεμίσει τα φυσίγγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαρουτόσκαγα — τα ποσότητα πυρίτιδας αναμεμιγμένης με σκάγια η οποία χρησιμοποιείται από τους κυνηγούς για το γέμισμα τών όπλων τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρούτι + σκάγι] … Dictionary of Greek
σφαιρίδιο — το, ΝΜ μικρή σφαίρα νεοελλ. 1. καθένα από τα μικροσκοπικά μολύβδινα βλήματα τών κυνηγετικών όπλων, κν. σκάγι 2. μολύβδινη ψήφος την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στις εκλογές προτού καθιερωθεί το ψηφοδέλτιο 3. (μηχαν.) μικρή σφαίρα από χάλυβα … Dictionary of Greek
σφαιρίδιο — το 1. μικρή σφαίρα. 2. χοντρό σκάγι: Γέμισε τα φυσίγγια με σφαιρίδια για να κυνηγήσει αγριογούρουνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)